- προοδοιπόρος
- προ-οδοι-πόρος, voraus wanderend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προοδοιπόρος — ὁ, Α αυτός που βαδίζει μπροστά, που προηγείται σε οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὁδοιπόρος] … Dictionary of Greek
προοδοιπορώ — έω, ΜΑ [προοδοιπόρος] 1. προηγούμαι, προπορεύομαι («προοδοιπορών τῷ ἀδελφῷ», Λουκ.) 2. (για τους νεκρούς) απέρχομαι πρώτα, αναχωρώ προηγουμένως αρχ. παθ. προοδοιποροῡμαι διανύομαι, διατρέχομαι από οδοιπόρο … Dictionary of Greek